- διάχριστον
- διάχριστοςanointedmasc/fem acc sgδιάχριστοςanointedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάχριστος — διάχριστος, ον (AM) 1. αλειμμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το διάχριστον αλοιφή … Dictionary of Greek